- ἐπεκδρομήν
- ἐπεκδρομήsallyfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεκδρομή — ἐπεκδρομή, η (Α) 1. ορμητική έξοδος («ἐπεκδρομήν δὲ ποιησάμενοι oἱ Μεσσήνιοι», Θουκ.) 2. εχθρική εισβολή … Dictionary of Greek